13/12/07

Καγκουρό

καγκουρό, το κα-γκου-ρό

Μέρος λόγου: ουσιαστικό, ουδέτερο, άκλιτο

Γενική: του καγκουρό - των καγκουρό

Ορισμός
Φυτοφάγο θηλαστικό, με κοντό και μαλακό τρίχωμα, μακριά πίσω πόδια και πολύ δυνατή ουρά, που ζει κυρίως στην Αυστραλία.

Παράδειγμα
Το μικρό του καγκουρό ζει τους δύο πρώτους μήνες της ζωής του μέσα σ' ένα είδος σακούλας που βρίσκεται πάνω στην κοιλιά της μητέρας του.

Δεν αναφέρεται πουθενά ότι οδηγεί...

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Χα χα χα! Έλα στο μπουρνάζι να δεις αν ο δηγεί το καγκουρό ή όχι.

Προσαρμοσμένη αναζήτηση